- υπερκτώμαι
- -άομαι, ΜΑ [κτῶμαι](αποθ.) αποκτώ περισσότερα από όσα πρέπει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κτώμαι — άομαι (AM κτῶμαι, άομαι, Α ιων. τ. κτέομαι) 1. (ως μέσ.) παίρνω κάτι στην κατοχή μου, πορίζομαι, γίνομαι κύριος, αποκτώ (α. «κτήσεται δ ἄνευ δορὸς αὐτόν τε καὶ γῆν», Αισχύλ. β. «πολλάκις δοκεῑ τὸ φυλάξαι τ άγαθά τοῡ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι»,… … Dictionary of Greek
υπέρκτησις — ήσεως, ἡ, Μ [ὑπερκτῶμαι] υπέρμετρη κτήση («εἰ μὴ ἐξαπορρέειν μέλλοι τὸ τῆς ὑπερκτήσεως ὕδωρ», Ευστ.) … Dictionary of Greek